Η Επιστήμη της Προφητείας
Ο κόσμος του αποκρυφισμού και μαζί μ’ αυτόν οι επιστήμονες της προφητείας υποχώρησαν εμπρός στον ορθολογισμό της εποχής του Διαφωτισμού. Ταυτόχρονα η εξ αποκαλύψεως θρησκεία επειδή θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με την επιστήμη, δέχτηκε πολλαπλές επιθέσεις με την έννοια του Θεού να υποβιβάζεται σ’ αυτήν του μακρινού ωρολογοποιού που δημιούργησε το σύμπαν και μετά το έβαλε να δουλεύει με απαράβατες μηχανικές αρχές.
Η ειρωνεία της τύχης ήταν ότι στον αιώνα μας υπήρξαν μεγάλοι επιστήμονες σαν τον Άλμπερτ Αϊνστάιν που υπονόμευσαν την προγενέστερη ορθολογική άποψη περί Σύμπαντος. Από τον 18ο αιώνα και μετά οι επιθέσεις εναντίον της
αντισυμβατικής ιατρικής, της αστρολογίας της μαντείας και των μαντικών τεχνών, έγιναν όλο και πιο επίμονες. Το μόνο που προκαλούσαν ήταν το γέλιο, ή ακόμη χειρότερα η περιφρόνηση και η καχυποψία.
Η ειρωνεία, ήταν ότι το έργο κάποιων επιστημόνων ιδιαίτερα του Άλμπερτ Αϊνστάιν καθώς και ενός από τους μεγαλύτερους θεμελιωτές της ψυχολογικής επιστήμης, του Κ. Γιούνγκ έμελλε να δημιουργήσει ένα νέο σοβαρότερο ενδιαφέρον για την παραψυχολογία την υπερ-αισθητήρια αντίληψη και την ψυχοκίνηση, και μέσω αυτών, να προσπαθήσει να φωτίσει τη φύση της προαίσθησης και της πρόρρησης.
Σε πρώτο επίπεδο, πολλές προφητικές μέθοδοι βασίστηκαν στο γεγονός ότι επειδή κάτι έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν, είναι περισσότερο από πιθανό να ξανασυμβεί. Το απλούστερο παράδειγμα είναι ίσως η καθημερινή ανατολή του ήλιου. Κάθε πρωί ξυπνάμε με αυτό το φαινόμενο και το θεωρούμε εντελώς απίθανο να μη συμβεί και αύριο.
Βέβαια μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου συμβαίνουν πολλά παράξενα, είναι πιθανό κάποια γιγαντιαία καταστροφή να το εμποδίσει εμείς, όμως είμαστε τόσο σίγουροι που το παίρνουμε ως δεδομένο. Έχοντας εμπιστοσύνη σε ότι θα μπορούσε να ονομασθεί φυσιολογική επανάληψη σε κάθε τομέα της καθημερινής μας ζωής, προσδοκάμε να συμβούν κάθε λογής πράγματα γιατί η προσδοκία μας μέχρι τώρα ικανοποιείται.
Ο καφές θα είναι στη θέση του στο ράφι την άλλη μέρα, γιατί εκεί βρίσκεται συνήθως το δελτίο ειδήσεων θα αρχίσει μια συγκεκριμένη ώρα απόψε το βράδυ, γιατί τότε συνήθως αρχίζει. Τώρα ότι θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί επιστημονική πρόβλεψη, εξαρτάται αποκλειστικά από την ίδια τούτη προσδοκία, ότι δηλ. τα σχήματα θα επαναληφθούν: η αγγλική μετεωρολογική υπηρεσία χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο κομπιούτερ στην Ευρώπη για να προβλέπει τον καιρό, με την πεποίθηση ότι η επαρκής πληροφόρηση, με την οποία τον τροφοδοτεί, θα του δώσει τη δυνατότητα να προβλέψει το σχήμα του μετεωρολογικού χάρτη με βάση την ως τώρα εμπειρία όπου ένας τέτοιος χάρτης ακολουθεί πάντα ένα παρόμοιο σχήμα.
Μερικά πράγματα, φυσικά είναι πολύ πιο αβέβαια από άλλα: αν ρίξουμε ένα νόμισμα και έρθει γράμματα, δεν μπορούμε να κάνουμε μια σίγουρη υπόθεση για το πώς θα έλθει αν το ρίξουμε για δεύτερη φορά. Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα χαρακτηρίζει το ένστικτο του τζόγου. Οι τζογαδόροι παίζουν με την ιδέα ότι μπορούν να προβλέψουν την όψη του νομίσματος. Συχνά κάνουν λάθος. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο μαθηματικός Πιέρ Σιμόν Λαπλάς 1749-1827 προβληματίστηκε πάρα πολύ πάνω στον παράγοντα τύχη και στην εμπειρία μας απ’ αυτήν και στα 1795, δημοσίευσε τη Θεωρία των Πιθανοτήτων.
Παίρνοντας το παράδειγμα της ρίψης του νομίσματος, έδειξε ότι όταν θέλουμε γράμματα έχουμε μια πιθανότητα στις δυο να είμαστε σωστοί αν προσπαθήσουμε να προβλέψουμε, κατά τον ίδιο τρόπο, πως θα σταθεί ένα εξάεδρο ζάρι όταν το ρίξουμε έχουμε μια πιθανότητα στις έξι να είμαστε σωστοί. Έτσι η πιθανότητα ενός αποτελέσματος μπορεί να οριστεί ως ο λόγος του αριθμού των ορθών προβλέψεων προς τον αριθμό των πιθανών.
Δεν πρόκειται εδώ για επιστημονική θεωρία, γιατί εξαρτάται από την πεποίθηση μας ότι κάθε αποτέλεσμα είναι εξίσου πιθανό. Όλοι ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Αν ήταν τότε ρίχνοντας ένα νόμισμα 100 φορές θα ερχόταν 50 φορές γράμματα και 50 φορές κορόνα. Αλλά δεν γίνεται έτσι. Η Θεωρία των Πιθανοτήτων όμως είναι βολική για τον έλεγχο του κατά πόσον μια πρόβλεψη είναι ακριβής, γιατί το νόμισμα προφανώς είναι ανεξάρτητο: δεν θυμάται πως έπεσε την τελευταία φορά αν ήρθε κορόνα 65 φορές οι πιθανότητες να έλθει πάλι κορόνα την 66η φορά δεν είναι διαφορετικές από ότι όταν το ρίξαμε για πρώτη φορά: έχουμε και πάλι μια πιθανότητα στις δυο.
Σίγουρα όσο περισσότερες οι διαθέσιμες πιθανότητες, τόσο πιο αξιόπιστη γίνεται η Θεωρία. Ας πάρουμε ένα ζεύγος ζαριών για παράδειγμα, και ας υπολογίσουμε τις πιθανότητες να φέρουμε εξάρες. Η πιθανότητα να ρίξουμε ένα εξάρι είναι ασφαλώς μια στις έξι έτσι για να φέρουμε εξάρες υπάρχει μια πιθανότητα στις 36. Για να ρίξουμε δυο φορές εξάρες με τα ζάρια οι πιθανότητες γίνονται 36 επί 36 δηλ. μια στις 1296.
Επιστήμονες και προφήτες γρήγορα κατάλαβαν ότι η Θεωρία των Πιθανοτήτων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο ποικίλων μέσων πρόβλεψης: αν κάποιος μάντευε σωστά έναν αφύσικα μεγάλο αριθμό ρίψεων σ’ ένα νόμισμα, ή σε κάποιο χαρτί, τότε κάτι πολύ παράξενο επιστημονικά μιλώντας συνέβαινε. Αυτό το κάτι παράξενο άρχισε, στις αρχές του αιώνα, να κινεί την περιέργεια των ανοιχτόμυαλων επιστημόνων.
Παρά την αυξανόμενη εξοικείωση με ότι φαινόταν να είναι οι αμετάβλητοι νόμοι του σύμπαντος, δεν είχαν πεισθεί ότι υπήρχε μια εμφανώς επιστημονική εξήγηση σε κάθε γνωστό φαινόμενο.
Ο Τζ. Μπ. Ράιν, ένας Αμερικανός που εργαζόταν στη Β. Καρολίνα, άρχισε στα 1930 να εξετάζει το αναμφισβήτητο γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά προικισμένοι στο να κάνουν απλές προβλέψεις: αισθάνονται ότι κάποιο γεγονός θα συμβεί και πραγματικά συμβαίνει. Οι περισσότεροι από μας χρησιμοποιούμε αυτή την ικανότητα σε απλά πράγματα: